-
1 κατα-γεύομαι
κατα-γεύομαι, kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσϑείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηϑείς.
См. также в других словарях:
καταγεύομαι — (AM) μσν. παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς τῇ γεύσει νικηθείς» αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι 2. εξετάζω … Dictionary of Greek